άστατο

άστατο
Χημικό στοιχείο, που ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει σύμβολο At και ατομικό αριθμό 85. Το 1931, ο Άλισον ανακοίνωσε ότι ανακάλυψε με μαγνητο-οπτική μέθοδο την παρουσία ενός νέου στοιχείου, αλλά μόλις το 1940 μια ομάδα ερευνητών κατόρθωσε να το απομονώσει, βομβαρδίζοντας βισμούθιο με σωμάτια α στο κυκλοτρόνιο του Μπέρκλεϊ. Ονομάστηκε διεθνώς με το ελληνικό επίθετο ά. για να τονιστεί ο ασταθής χαρακτήρας του. Είναι γνωστά είκοσι ισότοπά του, με διαφορετική διάρκεια ζωής το καθένα. Τη μεγαλύτερη μέση ζωή παρουσιάζει το At210 με διάρκεια ζωής 8,5 ωρών, ενώ τη συντομότερη έχει το ισότοπο 214 με 2 εκατομμυριοστά του δευτερολέπτου. To ά. είναι μονοσθενές και ανήκει στην ομάδα των αλογόνων. Στη φύση απαντάται σε ελάχιστες ποσότητες, στα ορυκτά του ουρανίου, αλλά πάντοτε με μορφή ισοτόπων. H βραχύτατη περίοδος ζωής των ισοτόπων αυτών δεν επιτρέπει να προσδιοριστούν με ακρίβεια οι χημικές ιδιότητες του στοιχείου. Είναι αρκετά πτητικό στη στοιχειακή του κατάσταση και ευδιάλυτο στους οργανικούς διαλύτες. Όπως όλα τα στοιχεία της ομάδας του, εμφανίζει χημική συγγένεια με τον άργυρο. Ενσωματώνεται εκλεκτικά στον θυρεοειδή ιστό, όπως το ιώδιο, και για τον λόγο αυτό χρησιμοποιείται σε σχετικές φυσιολογικές έρευνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλογόνα — Τα στοιχεία της VII a ομάδας του περιοδικού πίνακα (17η)· κατά σειρά το φθόριο, το χλώριο, το βρώμιο, το ιώδιο και το άστατο. Η ονομασία τους προέρχεται από τις λέξεις άλας + γεννώ και ονομάστηκαν έτσι γιατί λόγω της μεγάλης δραστικότητάς τους… …   Dictionary of Greek

  • Γουέλινγκτον — I (Wellington). Πόλη (164.010 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Νέας Ζηλανδίας, καθώς και της ομώνυμης διοικητικής περιοχής. Βρίσκεται στη νότια ακτή της Βόρειας Νήσου και βρέχεται από τον πορθμό Κουκ, ο οποίος διαιρεί τη χώρα σε δύο τμήματα. Η… …   Dictionary of Greek

  • ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… …   Dictionary of Greek

  • Ησαύ — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ισαάκ και της Ρεβέκκας, δίδυμος αδελφός του Ιακώβ. Η Αγία Γραφή τον περιγράφει άνθρωπο ρωμαλέο, με βίαιο και άστατο χαρακτήρα, που η απασχόλησή του ήταν το κυνήγι. Η ιστορία του Η. συνδέεται στενά με… …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

  • Μαντσίνι — (Mancini). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της γαλλικής αυλής με καταγωγή από τη Ρώμη, γνωστή κυρίως χάρη στις περίφημες πέντε αδελφές M., ανιψιές του καρδινάλιου Μαζαρέν. 1. Λάουρα (Laura, Ρώμη 1636 – Παρίσι 1657). Δούκισσα του Μερκέρ. Ήταν σύζυγος… …   Dictionary of Greek

  • Σέγκρε, Αιμίλιο — (Segre). Αμερικανός φυσικός, ιταλικής καταγωγής (Τίβολι, Ρώμη 1905). Συνεργάτης του Φέρμι στα κλασικά πειράματα του βομβαρδισμού των ατομικών πυρήνων με νετρόνια (1936 1938) υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Ιταλία εξαιτίας των φυλετικών διώξεων.… …   Dictionary of Greek

  • αρλεκίνος — ο (λ. ιταλ.) 1. κωμικό πρόσωπο της παλιάς αυτοσχέδιας ιταλικής κωμωδίας. 2. άνθρωπος που έχει την εμφάνιση του αρλεκίνου (ρούχα παρδαλά κτλ.) ή τον άστατο χαρακτήρα του: Τον είδες προχτές πώς ήταν ντυμένος; σωστός αρλεκίνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”